- χαρακτηριάζω
- ΜΑ [χαρακτήρ, -ῆρος]αποδίδω σε πρόσωπο ή πράγμα ένα ιδιαίτερο, διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηρίζωαρχ.κόβω νομίσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρακτηριάζοντα — χαρακτηριάζω mint pres part act neut nom/voc/acc pl χαρακτηριάζω mint pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριαζόμενος — χαρακτηριάζω mint pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)